Ἄμανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἄμανος | ||
| γενική | τοῦ | Ἀμάνου | ||
| δοτική | τῷ | Ἀμάνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν | Ἄμανον | ||
| κλητική ὦ! | Ἄμανε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἄμανος < → λείπει η ετυμολογία
-
Nur Mountains στην αγγλική Βικιπαίδεια

- μανιτάρι
Πηγές
- Ἄμανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.