Ἄμανος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἄμανος
      γενική τοῦ Ἀμάνου
      δοτική τῷ Ἀμάν
    αιτιατική τὸν Ἄμανον
     κλητική ! Ἄμανε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄμανος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἄμανος αρσενικό

  1. βουνό της Μικράς Ασίας
  2. ανδρικό όνομα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.