ἀμανίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ᾱμᾱνῑτα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἀμανίτης | οἱ | ἀμανῖται | |
| γενική | τοῦ | ἀμανίτου | τῶν | ἀμανιτῶν | |
| δοτική | τῷ | ἀμανίτῃ | τοῖς | ἀμανίταις | |
| αιτιατική | τὸν | ἀμανίτην | τοὺς | ἀμανίτᾱς | |
| κλητική ὦ! | ἀμανῖτᾰ | ἀμανῖται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμανίτᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμανίταιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἀμανίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.