μαγγανεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγγανεία οι μαγγανείες
      γενική της μαγγανείας των μαγγανειών
    αιτιατική τη μαγγανεία τις μαγγανείες
     κλητική μαγγανεία μαγγανείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγγανεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαγγανεία

Προφορά

ΔΦΑ : /maŋ.gaˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαγγανεία

Ουσιαστικό

μαγγανεία θηλυκό

  1. είδος μαγείας για την επίτευξη κακοποιού σκοπού

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαγγανεί αἱ μαγγανεῖαι
      γενική τῆς μαγγανείᾱς τῶν μαγγανειῶν
      δοτική τῇ μαγγανεί ταῖς μαγγανείαις
    αιτιατική τὴν μαγγανείᾱν τὰς μαγγανείᾱς
     κλητική ! μαγγανεί μαγγανεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαγγανεί
γεν-δοτ τοῖν  μαγγανείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγγανεία < μαγγανεύω

Ουσιαστικό

μαγγανεία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.