magic
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- magic < (κληρονομημένο) μέση αγγλική magik, magyk < παλαιά γαλλική magique (ουσιαστικό και επίθετο) < λατινική magicus (επίθετο), magica (ουσιαστικοποίηση θηλυκού γένους του magicus) < αρχαία ελληνική μαγικός < μάγος. Απώτατη αρχή από λέξη ιρανικής προέλευσης πιθανώς προελθούσα από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂gʰ- (μπορώ, βοηθώ; δύναμη, μάγος). Εξετόπισε το ιθαγενές αγγλοσαξονικά ġealdor (επεβίωσε στο μέση αγγλική galder) και dwimmer
Ουσιαστικό
magic (en)
- η μαγεία
- ≈ συνώνυμα: thaumaturgy, conjuring, sorcery, witchcraft
- μια μαγική τελετή
- ένα μαγικό τρικ που δίνει την ψευδαίσθηση της μαγείας
- ≈ συνώνυμα: sleight of hand, illusionism, legerdemain
- (μεταφορικά) μαγεία, κάτι ακατανόητο ή εντυπωσιακό, μαγευτικό
- magick (φανταστικό ή αποκρυφιστικό, άλλως παρωχημένο)
- magicke (παρωχημένο)
- magique (παρωχημένο)
Πολυλεκτικοί όροι
Απόγονοι
- ↷ ιαπωνικά: マジック (majikku)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.