μέθυ

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Λείπει σχόλιο από κάποια Γραμματική για τον πληθυντικό. Sarri.greek  | 11:33, 1 Μαρτίου 2022 (UTC)

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ μέθῠ
      γενική τοῦ μέθῠος
      δοτική τῷ μέθῠῐ̈
    αιτιατική τὸ μέθῠ
     κλητική ! μέθῠ
3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέθυ, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *médʰu (μέλι, υδρόμελι). Συγγενή: σανσκριτική मधु (mádhu, μέλι), λιθουανική medùs, παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική мєдъ (medŭ, μέλι), αγγλοσαξονική medu, αγγλική mead.[1]

Ουσιαστικό

μέθυ ουδέτερο

Συγγενικά

όπως ενδεικτικά

Αναφορές

  1. μεθώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.