ευφορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευφορία οι ευφορίες
      γενική της ευφορίας των ευφοριών
    αιτιατική την ευφορία τις ευφορίες
     κλητική ευφορία ευφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευφορία < αρχαία ελληνική εὐφορία

Προφορά

ΔΦΑ : /ef.foˈɾi.a/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

ευφορία θηλυκό

  1. η γονιμότητα του εδάφους
  2. χαρά και ευφροσύνη
     αντώνυμα: δυσφορία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.