νάρκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νάρκωση | οι | ναρκώσεις |
| γενική | της | νάρκωσης* | των | ναρκώσεων |
| αιτιατική | τη | νάρκωση | τις | ναρκώσεις |
| κλητική | νάρκωση | ναρκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ναρκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νάρκωση < αρχαία ελληνική νάρκωσις < ναρκόω / ναρκῶ < νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)nerq- < *(s)ner- (γυρίζω, στρέφω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική narcose)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈnaɾ.ko.si/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.