συκώτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συκώτι | τα | συκώτια |
| γενική | του | συκωτιού | των | συκωτιών |
| αιτιατική | το | συκώτι | τα | συκώτια |
| κλητική | συκώτι | συκώτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
ανθρώπινο συκώτι

συκώτι μαγειρεμένο με κρεμμύδια και πουρέ
Ετυμολογία
- συκώτι < μεσαιωνική ελληνική συκώτι < συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν < φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) < συκωτός (θρεμμένος με σύκα) < σύκον
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈko.ti/
Ουσιαστικό
συκώτι ουδέτερο
Εκφράσεις
- βγάζω τα συκώτια μου
- μη χαλάς το συκώτι σου!
- μου 'πρηξε το συκώτι
-
συκώτι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
συκώτι
|
Πηγές
- συκώτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συκώτι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.