μαχαιρίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| μᾰχαιρῐδιο- | ||||||||
| ονομαστική | τὸ | μαχαιρίδιον | τὰ | μαχαιρίδιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | μαχαιριδίου | τῶν | μαχαιριδίων | ||||
| δοτική | τῷ | μαχαιριδίῳ | τοῖς | μαχαιριδίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μαχαιρίδιον | τὰ | μαχαιρίδιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | μαχαιρίδιον | μαχαιρίδιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαχαιριδίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαχαιριδίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μαχαιρίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάχαιρ(α) ή μαχαιρίς + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Πηγές
- μαχαιρίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.