μάγκατζης
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μάγκατζης αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) άλλη μορφή του μαγκατζής
- ※ Η μάγκα είχε ως επικεφαλής τον μάγκατζη ή μαγκατζή, ο οποίος είχε προσωπική σχέση επιρροής με τα παλικάρια του. […]. Υπάρχει και επώνυμο Μαγκατζής.
- Νίκος Σαραντάκος, «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», sarantakos.wordpress.com (15 Οκτωβρίου 2020)· πρόσβαση: 2021-12-18.
- ※ Η μάγκα είχε ως επικεφαλής τον μάγκατζη ή μαγκατζή, ο οποίος είχε προσωπική σχέση επιρροής με τα παλικάρια του. […]. Υπάρχει και επώνυμο Μαγκατζής.
Μεταφράσεις
μάγκατζης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.