μάγκικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μάγκικα < μάγκικ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaŋ.ɟi.ka/
Ουσιαστικό
μάγκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ουσιαστικοποιημένο) η μάγκικη γλώσσα/διάλεκτος, αργκό
Μεταφράσεις
μάγκικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μάγκικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μάγκικος
Αναφορές
- Ρεμπέτικα τραγούδια στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.