μαγκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγκιά οι μαγκιές
      γενική της μαγκιάς
    αιτιατική τη μαγκιά τις μαγκιές
     κλητική μαγκιά μαγκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγκιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μαγκιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μάγκα
  2. πράξη που δείχνει αυτή την ιδιότητα
  3. το μάγκικο ύφος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.