λιμένας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιμένας | οι | λιμένες |
| γενική | του | λιμένα & λιμένος |
των | λιμένων |
| αιτιατική | τον | λιμένα | τους | λιμένες |
| κλητική | λιμένα | λιμένες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
λιμένας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιμήν από την αιτιατική «τὸν λιμένα» [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈme.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μέ‐νας
Μεταφράσεις
λιμένας
|
Αναφορές
- λιμένας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.