αλίμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλίμενος | η | αλίμενη | το | αλίμενο |
| γενική | του | αλίμενου | της | αλίμενης | του | αλίμενου |
| αιτιατική | τον | αλίμενο | την | αλίμενη | το | αλίμενο |
| κλητική | αλίμενε | αλίμενη | αλίμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλίμενοι | οι | αλίμενες | τα | αλίμενα |
| γενική | των | αλίμενων | των | αλίμενων | των | αλίμενων |
| αιτιατική | τους | αλίμενους | τις | αλίμενες | τα | αλίμενα |
| κλητική | αλίμενοι | αλίμενες | αλίμενα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλίμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλίμενος < ἀ- στερητικό + (λιμήν) λιμεν- + -ος
Επίθετο
αλίμενος, -η, -ο
- (για ακτή) που δεν έχει λιμάνι
- ↪ η μικρή, αμμουδερή, αλίμενη παραλία κάτω από το χωριό φιλοξενείται για σεργιάνι και αγνάντεμα στην καθαρή τη θάλασσα
- (μεταφορικά) αφιλόξενος
- ↪ οι αλίμενες ακτές της Ισλανδίας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιμάνι
Μεταφράσεις
αλίμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.