λιμενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιμενικός | η | λιμενική | το | λιμενικό |
| γενική | του | λιμενικού | της | λιμενικής | του | λιμενικού |
| αιτιατική | τον | λιμενικό | τη | λιμενική | το | λιμενικό |
| κλητική | λιμενικέ | λιμενική | λιμενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιμενικοί | οι | λιμενικές | τα | λιμενικά |
| γενική | των | λιμενικών | των | λιμενικών | των | λιμενικών |
| αιτιατική | τους | λιμενικούς | τις | λιμενικές | τα | λιμενικά |
| κλητική | λιμενικοί | λιμενικές | λιμενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
λιμενικός, -ή, -ό
- (ναυτικός όρος): ο σχετικός με λιμένα ή λειτουργίες αυτού
Συγγενικά
- Λιμενικό
- λιμενικό
Ετυμολογία
- λιμενικός < Λιμενικό Σώμα
Ουσιαστικό
λιμενικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ανήκει στο Λιμενικό Σώμα
- ※ Έγνεψε στον λιμενικό και σηκωθήκανε. «Bon Voyage», του είπε και ο λιμενικός (Μαργαρίτα Καραπάνου, Ο υπνοβάτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997, σελ. 87)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.