λιμενοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | λιμενοφύλακας | οι | λιμενοφύλακες |
| γενική | του του/της |
λιμενοφύλακα λιμενοφύλακος |
των | λιμενοφυλάκων |
| αιτιατική | τον/τη | λιμενοφύλακα | τους/τις | λιμενοφύλακες |
| κλητική | λιμενοφύλακα | λιμενοφύλακες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιμενοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λῐμενοφῠ́λᾰξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε λιμέν(ας) + -ο- + -φύλακας
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.me.noˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐με‐νο‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό
λιμενοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) υπαξιωματικός του λιμενικού σώματος κατώτερου βαθμού
- ※ Η νεαρή λιμενοφύλακας έτρεξε στον αγώνα ανώμαλου δρόμου στο πλαίσιο του προγράμματος «Αθλητικά Μονοπάτια», το οποίο πραγματοποιήθηκε και σε άλλα νησιά υπό την αιγίδα του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος». (*)
- ※ Τρόπους για την πρόσληψη επιπλέον λιμενοφυλάκων για την διαχείριση των αυξημένων προσφυγικών ροών αναζητά, σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. (*)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λιμενοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.