λιμήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| λιμην-, λιμεν- | |||||
| ονομαστική | ὁ | λιμήν | οἱ | λιμένες | |
| γενική | τοῦ | λιμένος | τῶν | λιμένων | |
| δοτική | τῷ | λιμένῐ | τοῖς | λιμέσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | λιμένᾰ | τοὺς | λιμένᾰς | |
| κλητική ὦ! | λιμήν | λιμένες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιμένε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | λιμένοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- λιμήν < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- λιμήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιμήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.