ελλιμενίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.li.meˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λι‐με‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
ελλιμενίζομαι, π.αόρ.: ελλιμενίστηκα, μτχ.π.π.: ελλιμενισμένος, (ενεργ.: ελλιμενίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος ελλιμενίζω
- → δείτε την κλίση στο ελλιμενίζω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.