αερολιμένας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αερολιμένας | οι | αερολιμένες |
| γενική | του | αερολιμένα | των | αερολιμένων |
| αιτιατική | τον | αερολιμένα | τους | αερολιμένες |
| κλητική | αερολιμένα | αερολιμένες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αερολιμένας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀερολιμήν (< αρχαία ελληνική ἀήρ, ἀέρ(ος) + -ο- + λιμήν) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airport. Μορφολογικά αναλύεται σε αερο- + λιμένας
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.liˈme.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐λι‐μέ‐νας
Μεταφράσεις
αερολιμένας
|
→ δείτε τη λέξη αεροδρόμιο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.