λιμενοβραχίονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμενοβραχίονας οι λιμενοβραχίονες
      γενική του λιμενοβραχίονα των λιμενοβραχιόνων
    αιτιατική τον λιμενοβραχίονα τους λιμενοβραχίονες
     κλητική λιμενοβραχίονα λιμενοβραχίονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμενοβραχίονας < λιμένας + -ο- + βραχίονας[1]

Ουσιαστικό

λιμενοβραχίονας αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.