ευλίμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευλίμενος | η | ευλίμενη | το | ευλίμενο |
| γενική | του | ευλίμενου | της | ευλίμενης | του | ευλίμενου |
| αιτιατική | τον | ευλίμενο | την | ευλίμενη | το | ευλίμενο |
| κλητική | ευλίμενε | ευλίμενη | ευλίμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευλίμενοι | οι | ευλίμενες | τα | ευλίμενα |
| γενική | των | ευλίμενων | των | ευλίμενων | των | ευλίμενων |
| αιτιατική | τους | ευλίμενους | τις | ευλίμενες | τα | ευλίμενα |
| κλητική | ευλίμενοι | ευλίμενες | ευλίμενα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευλίμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐλίμενος, -ος, -ον < εὖ + (λιμήν) λιμεν- + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈvli.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λί‐με‐νος
Μεταφράσεις
ευλίμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.