προσλιμενίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσλιμενίζομαι < ελληνιστική κοινή προσλιμενίζομαι < αρχαία ελληνική πρός + λιμήν
Συγγενικά
- προσλιμενισμένος
- → δείτε τις λέξεις προς και λιμάνι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσλιμενίζομαι | προσλιμενιζόμουν(α) | θα προσλιμενίζομαι | να προσλιμενίζομαι | ||
| β' ενικ. | προσλιμενίζεσαι | προσλιμενιζόσουν(α) | θα προσλιμενίζεσαι | να προσλιμενίζεσαι | (προσλιμενίζου) | |
| γ' ενικ. | προσλιμενίζεται | προσλιμενιζόταν(ε) | θα προσλιμενίζεται | να προσλιμενίζεται | ||
| α' πληθ. | προσλιμενιζόμαστε | προσλιμενιζόμαστε προσλιμενιζόμασταν |
θα προσλιμενιζόμαστε | να προσλιμενιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσλιμενίζεστε | προσλιμενιζόσαστε προσλιμενιζόσασταν |
θα προσλιμενίζεστε | να προσλιμενίζεστε | (προσλιμενίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προσλιμενίζονται | προσλιμενίζονταν προσλιμενιζόντουσαν |
θα προσλιμενίζονται | να προσλιμενίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσλιμενίστηκα | θα προσλιμενιστώ | να προσλιμενιστώ | προσλιμενιστεί | ||
| β' ενικ. | προσλιμενίστηκες | θα προσλιμενιστείς | να προσλιμενιστείς | προσλιμενίσου | ||
| γ' ενικ. | προσλιμενίστηκε | θα προσλιμενιστεί | να προσλιμενιστεί | |||
| α' πληθ. | προσλιμενιστήκαμε | θα προσλιμενιστούμε | να προσλιμενιστούμε | |||
| β' πληθ. | προσλιμενιστήκατε | θα προσλιμενιστείτε | να προσλιμενιστείτε | προσλιμενιστείτε | ||
| γ' πληθ. | προσλιμενίστηκαν προσλιμενιστήκαν(ε) |
θα προσλιμενιστούν(ε) | να προσλιμενιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσλιμενιστεί | είχα προσλιμενιστεί | θα έχω προσλιμενιστεί | να έχω προσλιμενιστεί | προσλιμενισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσλιμενιστεί | είχες προσλιμενιστεί | θα έχεις προσλιμενιστεί | να έχεις προσλιμενιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσλιμενιστεί | είχε προσλιμενιστεί | θα έχει προσλιμενιστεί | να έχει προσλιμενιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσλιμενιστεί | είχαμε προσλιμενιστεί | θα έχουμε προσλιμενιστεί | να έχουμε προσλιμενιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσλιμενιστεί | είχατε προσλιμενιστεί | θα έχετε προσλιμενιστεί | να έχετε προσλιμενιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσλιμενιστεί | είχαν προσλιμενιστεί | θα έχουν προσλιμενιστεί | να έχουν προσλιμενιστεί | ||
Μεταφράσεις
προσλιμενίζομαι
|
|
Πηγές
- προσλιμενίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσλιμενίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- προσλιμενίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.