λιμενάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιμενάρχης οι λιμενάρχες
      γενική του
του/της
λιμενάρχη
λιμενάρχου
των λιμεναρχών
    αιτιατική τον/τη λιμενάρχη τους/τις λιμενάρχες
     κλητική λιμενάρχη
(λιμενάρχα)
λιμενάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμενάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιμενάρχης, λιμήν λιμένος λιμεν- + -άρχης

Ουσιαστικό

λιμενάρχης αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λιμάνι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λιμενάρχης < λιμήν λιμεν- + -άρχης

Ουσιαστικό

λιμενάρχης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.