λιμενάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | λιμενάρχης | οι | λιμενάρχες |
| γενική | του του/της |
λιμενάρχη λιμενάρχου |
των | λιμεναρχών |
| αιτιατική | τον/τη | λιμενάρχη | τους/τις | λιμενάρχες |
| κλητική | λιμενάρχη (λιμενάρχα) |
λιμενάρχες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιμενάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιμενάρχης, λιμήν λιμένος λιμεν- + -άρχης
Μεταφράσεις
λιμενάρχης
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Πηγές
- λιμενάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.