λιμεναρχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λιμεναρχείο | τα | λιμεναρχεία |
| γενική | του | λιμεναρχείου | των | λιμεναρχείων |
| αιτιατική | το | λιμεναρχείο | τα | λιμεναρχεία |
| κλητική | λιμεναρχείο | λιμεναρχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιμεναρχείο < λιμενάρχ(ης) + -ειο > -ειον
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.me.naɾˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐με‐ναρ‐χεί‐ο
Πηγές
- λιμεναρχείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.