λεωφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεωφόρος οι λεωφόροι
      γενική της λεωφόρου των λεωφόρων
    αιτιατική τη λεωφόρο τις λεωφόρους
     κλητική λεωφόρε
(λεωφόρο)
λεωφόροι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεωφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεωφόρος < λεώς (λαός) + -φόρος

Προφορά

ΔΦΑ : /le.oˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεωφόρος

Ουσιαστικό

λεωφόρος θηλυκό

  • οδός μεγάλου μήκους και πλάτους, συχνά με πολλές λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση

Συγγενικά

με λεωφορ-

 και δείτε τις λέξεις λαός και φέρω

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεωφόρος τὸ λεωφόρον
      γενική τοῦ/τῆς λεωφόρου τοῦ λεωφόρου
      δοτική τῷ/τῇ λεωφόρ τῷ λεωφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν λεωφόρον τὸ λεωφόρον
     κλητική ! λεωφόρε λεωφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεωφόροι τὰ λεωφόρ
      γενική τῶν λεωφόρων τῶν λεωφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς λεωφόροις τοῖς λεωφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεωφόρους τὰ λεωφόρ
     κλητική ! λεωφόροι λεωφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεωφόρω τὼ λεωφόρω
      γεν-δοτ τοῖν λεωφόροιν τοῖν λεωφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεωφόρος < (λεώς) λεω- + -φόρος & και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό

Επίθετο

λεωφόρος, -ος, -ον

  • ιωνικός και αττικός τύπος του λαοφόρος: που μεταφέρει το λαό, που αναφέρεται στη μετακίνηση του λαού
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 187.1
    ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων τοῦ ἄστεος τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μετέωρον ἐπιπολῆς αὐτέων τῶν πυλέων, ἐνεκόλαψε δὲ ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε·
    Πάνω από την πιο πολυσύχναστη πύλη της πόλης ετοίμασε έναν τάφο για τον εαυτό της ψηλά, να εξέχει από την πύλη, και σκάλιξε πάνω στον τάφο γράμματα που έλεγαν τα εξής:
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 881 @scaife.perseus
    θάπτειν κελεύθου λεωφόρου πρὸς ἐκτροπάς.
      2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 3.21.4
    τούτους δὲ πιστοὺς εἶναι Δαρείῳ, καὶ εἴργειν μὲν τὰ γιγνόμενα οὐ δυνατοὺς εἶναι, ἐκτραπέντας δὲ ἔξω τῆς λεωφόρου ὁδοῦ ὡς ἐπὶ τὰ ὄρη ἰέναι κατὰ σφᾶς, οὐ μετέχοντας τοῖς ἀμφὶ Βῆσσον τοῦ ἔργου.
    αυτοί παρέμειναν πιστοί στον Δαρείο, αλλά, επειδή δεν μπορούσαν να εμποδίσουν όσα γίνονταν, άφησαν τον κεντρικό δρόμο και στράφηκαν προς τα βουνά, χωρίς να αναμιχθούν στο πραξικόπημα των ανθρώπων του Βήσσου.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greeklanguage.gr

Ουσιαστικό

λεωφόρος, -ου θηλυκό

  1. δημόσιος δρόμος (εννοείται ουσιαστικό όπωςὁδός)
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 6, 763c (763c-763d) @scaife.perseus
    μιμούμενοι ἐκείνους τῶν τε ὁδῶν ἐπιμελούμενοι τῶν κατὰ τὸ ἄστυ καὶ τῶν ἐκ τῆς χώρας λεωφόρων εἰς τὴν πόλιν ἀεὶ τεταμένων καὶ τῶν οἰκοδομιῶν, ἵνα κατὰ νόμους γίγνωνται πᾶσαι,
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 30.3
    διαταραχθεὶς οὖν ὁ Θεμιστοκλῆς προσευξάμενος τῇ θεῷ τὴν μὲν λεωφόρον ἀφῆκεν, ἑτέρᾳ δὲ περιελθὼν καὶ παραλλάξας τὸν τόπον ἐκεῖνον ἤδη νυκτὸς οὔσης κατηυλίσατο.
    Ο Θεμιστοκλής τότε πολύ ταραγμένος προσευχήθηκε στη θεά. Έπειτα προχώρησε αφήνοντας το μεγάλο δρόμο και αφού έκαμε γύρο από άλλο δρόμο και πέρασε από εκείνο το μέρος, τον βρήκε πια η νύχτα και σταμάτησε να ξεκουραστεί.
    Μετάφραση (1965): Μιχ. Χ Οικονόμου. Αθήνα: ΟΕΔΒ & σε αγκύλες, χωρία που παραλήφθηκαν@greeklanguage.gr
      2ος αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Ἀρκαδικά, 8.11.1 @scaife.perseus
    Μαντινεῦσι δὲ ὅροι πρὸς Τεγεάτας εἰσὶν ὁ περιφερὴς ἐν τῇ λεωφόρῳ βωμός.
  2. (μεταφορικά) η πόρνη (Ανακρέων, Απόσπασμα 157)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.