λεωφορειολωρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεωφορειολωρίδα οι λεωφορειολωρίδες
      γενική της λεωφορειολωρίδας των λεωφορειολωρίδων
    αιτιατική τη λεωφορειολωρίδα τις λεωφορειολωρίδες
     κλητική λεωφορειολωρίδα λεωφορειολωρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεωφορειολωρίδα < λεωφορείο + -ο- + λωρίδα

Ουσιαστικό

λεωφορειολωρίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.