αναφέρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναφέρω

Ρήμα

αναφέρομαι, πρτ.: αναφερόμουν, στ.μέλλ.: θα αναφερθώ, αόρ.: αναφέρθηκα

  1. με αναφέρουν
    ...
  2. κάνω μια αναφορά σε κάποιον ή κάτι
    χτες αναφέρθηκες στην περίπτωση να πάμε σήμερα σινεμά αλλά σήμερα δεν έχεις κάνει ακόμα κουβέντα για έξοδο
  3. (διοικητικός και στρατιωτικός όρος) παρουσιάζω, λέω αναλυτικά τα στοιχεία μου
    την πρώτη μέρα που θα πας πρέπει να πας και να αναφερθείς στον Διοικητή
  4. (πληροφορική) όταν μία οντότητα παραπέμπει (refer to) σε μία άλλη οντότητα (βλ. αναφορά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.