αερολεωφορείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αερολεωφορείο | τα | αερολεωφορεία |
| γενική | του | αερολεωφορείου | των | αερολεωφορείων |
| αιτιατική | το | αερολεωφορείο | τα | αερολεωφορεία |
| κλητική | αερολεωφορείο | αερολεωφορεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αερολεωφορείο ουδέτερο
- (λόγιο, σπάνιο) αεροπλάνο πολύ μεγάλης χωρητικότητας
- → δείτε και τη λέξη τζάμπο
Αναφορές
- αερολεωφορείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.