αερολεωφορείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερολεωφορείο τα αερολεωφορεία
      γενική του αερολεωφορείου των αερολεωφορείων
    αιτιατική το αερολεωφορείο τα αερολεωφορεία
     κλητική αερολεωφορείο αερολεωφορεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερολεωφορείο < αερο- + λεωφορείο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική airbus[1]

Ουσιαστικό

αερολεωφορείο ουδέτερο

  • (λόγιο, σπάνιο) αεροπλάνο πολύ μεγάλης χωρητικότητας
  •  δείτε και τη λέξη τζάμπο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.