tie

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
tie ties

tie (en)

  1. η γραβάτα
  2. ο σύνδεσμος, ο δεσμός
    family ties - οικογενειακοί δεσμοί
    I sever ties with somebody.
    Κόβω τους δεσμούς μου με κάποιον.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη link
  3. (μουσική) σύζευξη διαρκείας
  4. ισοβαθμία για συμμετέχοντες σε ένα διαγωνισμό

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας tie
γ΄ ενικό ενεστώτα ties
αόριστος tied
παθητική μετοχή tied
ενεργητική μετοχή tying

tie (en)

  1. (μεταβατικό) δένω, κρατώ δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί με κλωστή, σχοινί κτλ.
    Tie the chicken before you grill it.
    Δέσε το κοτόπουλο πριν το ψήσεις.
    They tied his arms to his sides.
    Του δέσανε τα χέρια στα πλευρά.
     συνώνυμα: bind, tie up, tie down,  και δείτε τη λέξη fasten
  2. (μεταβατικό) δένω, κάνω έναν κόμπο σε ένα κομμάτι κλωστή, σχοινί κτλ.
    I am tying my shoelaces.
    Δένω τα κορδόνια μου.
    I tied my tie.
    Έδεσα την γραβάτα μου.
    There’s a trick to tying knots.
    Θέλει κόλπο για να δέσεις κόμπους.
  3. (μεταβατικό) δένω, περιορίζω την ελευθερία κάποιου να ενεργεί και τον κάνω να μην μπορεί να κάνει ό,τι θέλει
    He tied me into a contract.
    Μου έδεσε μ' ένα συμβόλαιο.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισοβαθμώ, έρχομαι ισοπαλία, έχω τους ίδιους βαθμούς ή την ίδια θέση με κάποιον άλλο σε ένα διαγωνισμό
    The first three teams tied.
    Οι τρεις πρώτες ομάδες ισοβάθμησαν.
    They tied for first place.
    Ήρθαν ισοπαλία στην πρώτη θέση.

Παράγωγα

Σύνθετα

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Επίρρημα

tie (eo)

  • εκεί
    ĝi estas tie, kie vi lasis ĝin, είναι εκεί όπου το άφησες



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

tie (fi)

  1. ο δρόμος
  2. η λεωφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.