λευκοπλάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λευκοπλάστης | οι | λευκοπλάστες |
| γενική | του | λευκοπλάστη | των | λευκοπλαστών |
| αιτιατική | τον | λευκοπλάστη | τους | λευκοπλάστες |
| κλητική | λευκοπλάστη | λευκοπλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λευκοπλάστης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική leucoplaste < αρχαία ελληνική λευκός (λευκο-) + πλάστης[1] (δείτε τη Συζήτηση:λευκοπλάστης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lef.koˈpla.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κο‐πλά‐στης

διάφοροι τύποι λευκοπλάστ, αυτοκόλλητες ταινίες για επιδέσμους μάρκας Leukoplast ®
Ουσιαστικό
λευκοπλάστης αρσενικό
- (ιατρική) είδος ταινίας που την κολλάνε στο δέρμα, για να συγκρατηθεί κάποιος επίδεσμος ή και για άλλους λόγους
- ※ Η εμπορική επωνυμία (μάρκα, ελληνική ή ξένη) ορισμένων προϊόντων έχει γίνει κανονική ονομασία για όλα τα ομοειδή προϊόντα, ακόμα και για όσα δεν παράγονται από τον κατασκευαστή που φέρει αυτή την επωνυμία: π.χ. το αφρολέξ, το κρισκράφτ (<Chris Craft), ο λευκοπλάστης (<Leukoplast), το μπικ (<Bic) (Peter Mackridge, Η νεοελληνική γλώσσα: περιγραφική ανάλυση της νεοελληνικής κοινής, εκδ. Πατάκη, 1990)
- άλλες μορφές: λευκοπλάστ
- (συνεκδοχικά) ο λευκοπλάστης με τμήμα γάζας, το χανζαπλάστ
- ≈ συνώνυμα: τσιρότο, ταχυεπίδεσμος, τραυμαπλάστ
- (βοτανική) είδος πλαστιδίου, μέσα στο οποίο σχηματίζονται οι αμυλόκοκκοι
- υπώνυμα:΄ αμυλοπλάστης, ελαιοπλάστης, πρωτεϊνοπλάστης
Αναφορές
- λευκοπλάστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.