αμυλόκοκκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμυλόκοκκος | οι | αμυλόκοκκοι |
| γενική | του | αμυλόκοκκου | των | αμυλόκοκκων |
| αιτιατική | τον | αμυλόκοκκο | τους | αμυλόκοκκους |
| κλητική | αμυλόκοκκε | αμυλόκοκκοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμυλόκοκκος < αμυλό- + κόκκος
Μεταφράσεις
αμυλόκοκκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.