επίδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επίδεσμος | οι | επίδεσμοι |
| γενική | του | επιδέσμου & επίδεσμου |
των | επιδέσμων |
| αιτιατική | τον | επίδεσμο | τους | επιδέσμους |
| κλητική | επίδεσμε | επίδεσμοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίδεσμος < αρχαία ελληνική ἐπίδεσμος < ἐπιδέω. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + δεσμός

ελαστικός επίδεσμος
Ουσιαστικό
επίδεσμος αρσενικό
Συγγενικά
- επιδένω
- επίδεση
- ταχυεπίδεσμος
- → και δείτε τις λέξεις δεσμός και δένω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.