λευκοπλάστ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λευκοπλάστ < λευκοπλάστης χωρίς προσαρμογή: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική leucoplaste < αρχαία ελληνική λευκός (λευκο-) + πλάστης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /lef.koˈplast/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευκοπλάστ

Ουσιαστικό

λευκοπλάστ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.