λευκοπλάστ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λευκοπλάστ < λευκοπλάστης χωρίς προσαρμογή: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική leucoplaste < αρχαία ελληνική λευκός (λευκο-) + πλάστης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /lef.koˈplast/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κο‐πλάστ
Μεταφράσεις
λευκοπλάστ
|
Αναφορές
- λευκοπλάστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.