αμυλοπλάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμυλοπλάστης | οι | αμυλοπλάστες |
| γενική | του | αμυλοπλάστη | των | αμυλοπλαστών |
| αιτιατική | τον | αμυλοπλάστη | τους | αμυλοπλάστες |
| κλητική | αμυλοπλάστη | αμυλοπλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμυλοπλάστης αρσενικό
- (βιολογία, βοτανική) τύπος έγκλειστων κυττάρων που βρίσκονται σε φυτικούς ιστούς ως όργανα αποθήκευσης όπως απαντώνται π.χ. στις πατάτες.
Σημειώσεις
- πολλοί επιστήμονες σήμερα πιστεύουν ότι οι αμυλοπλάστες εκτός από αποθηκευτικοί χώροι βοηθούν στο γεωτροπισμό των φυτών, δηλαδή στη κατεύθυνση των ριζών προς τα κάτω μέσα στο έδαφος.
Μεταφράσεις
αμυλοπλάστης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.