ταχυεπίδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταχυεπίδεσμος | οι | ταχυεπίδεσμοι |
| γενική | του | ταχυεπιδέσμου & ταχυεπίδεσμου |
των | ταχυεπιδέσμων |
| αιτιατική | τον | ταχυεπίδεσμο | τους | ταχυεπιδέσμους |
| κλητική | ταχυεπίδεσμε | ταχυεπίδεσμοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çi.eˈpi.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐ε‐πί‐δε‐σμος
Ουσιαστικό
ταχυεπίδεσμος αρσενικό
- (σπάνιο) εξελληνισμένη ονομασία για αυτοκόλλητο επίθεμα για μικρά τραύματα (είτε συγκεκριμένου μεγέθους, είτε σε ρολό που κόβεται στο επιθυμητό μήκος - πλάτος)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ταχυεπίδεσμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.