λάρυγγας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λάρυγγας οι λάρυγγες
      γενική του λάρυγγα των λαρύγγων
    αιτιατική τον λάρυγγα τους λάρυγγες
     κλητική λάρυγγα λάρυγγες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λάρυγγας < λάρυγξ < λαιμός + φάρυγξ (σύμφυρση των δύο λέξεων)

Ουσιαστικό

λάρυγγας αρσενικό

  • το όργανο που βρίσκεται στο πάνω μέρος του αναπνευστικού συστήματος των σπονδυλωτών. Στον άνθρωπο βρίσκεται στο άνω τμήμα του λαιμού και αποτελεί συνέχεια της τραχείας. Επιτρέπει τη διέλευση του αέρα και, επειδή περιλαμβάνει τις φωνητικές χορδές, είναι βασικό όργανο για την παραγωγή της φωνής

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.