λαιμά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | λαιμός | οι | λαιμοί | τα | λαιμά |
| γενική | του | λαιμού | των | λαιμών | των | λαιμών |
| αιτιατική | τον | λαιμό | τους | λαιμούς | τα | λαιμά |
| κλητική | λαιμέ | λαιμοί | λαιμά | |||
| Ο δεύτερος πληθυντικός, σε οικείο ύφος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- λαιμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του λαιμός
Ουσιαστικό
λαιμά ουδέτερο στον πληθυντικό
- λαιμοί (αρσενικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.