gorge

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
gorge gorges

gorge (en)

  1. (γεωγραφία) το φαράγγι
     συνώνυμα: ravine, valley, canyon, dale
  2. (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός, ο οισοφάγος

Ρήμα

ενεστώτας gorge
γ΄ ενικό ενεστώτα gorges
αόριστος gorged
παθητική μετοχή gorged
ενεργητική μετοχή gorging

gorge (en)


Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

gorge (fr)

  1. (ανθρώπινο σώμα) ο λαιμός
  2. (ανθρώπινο σώμα) το στήθος, ο μαστός
  3. (γεωγραφία) το φαράγγι, ο στενωπός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.