τράχηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τράχηλος | οι | τράχηλοι |
| γενική | του | τραχήλου & τράχηλου |
των | τραχήλων |
| αιτιατική | τον | τράχηλο | τους | τραχήλους & τράχηλους |
| κλητική | τράχηλε | τράχηλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τράχηλος < αρχαία ελληνική τράχηλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τράχηλος αρσενικό
- ο λαιμός
- (ιατρική) κάθε τμήμα που μοιάζει με το λαιμό
- (ειδικότερα) ο τράχηλος της μήτρας, το κατώτερο μέρος της μήτρας, εκεί που αυτή ενώνεται με τον κόλπο
Συγγενικά
- τραχηλιά
- τραχηλίτσα
Πολυλεκτικοί όροι
- τράχηλος της μήτρας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
τράχηλος αρσενικό
Κλίση
- ο ενικός έχει αρσενικό γένος καθώς ο πληθυντικός έχει ουδέτερο γένος
κλιτικοί τύποι:
- δοτική πληθυντικού: τραχήλοις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.