λαγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαγός οι λαγοί
      γενική του λαγού των λαγών
    αιτιατική τον λαγό τους λαγούς
     κλητική λαγέ λαγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαγός που τρέχει

Ετυμολογία

λαγός < αρχαία ελληνική λαγώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₁g- (δειλός, αδύναμος). Συγγενές με τα (λατινικά) laxus, (σανσκριτικά) लङ्ग (laṅga, αδύνατος), (πρωτογερμανική) *lakana-

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαγός
ομόηχο: Λαγός
τονικό παρώνυμο: Λάγος

Ουσιαστικό

λαγός ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) τετράποδο θηλαστικό της οικογένειας των λαγοειδών. Έχει μικρό μέγεθος, δυνατά δόντια και μεγάλα όρθια αυτιά. Ζει στην εξοχή, τρέφεται με χόρτα και βλαστάρια, αναπτύσσει μεγάλες ταχύτητες και θηρεύεται για το νόστιμο κρέας του
  2. (μεταφορικά) ο δειλός άνθρωπος
    φοβάται σαν λαγός

Εκφράσεις

  • γίνομαι λαγός: εξαφανίζομαι πολύ γρήγορα
  • βγάζω λαγό: έχω μια επιτυχία, βρίσκω μια σημαντική ευκαιρία, κάνω μια σημαντική ανακάλυψη

Παροιμίες

  • άλλα είναι τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας : η διαφορά ανάμεσα σε δύο πρόσωπα / πράγματα / καταστάσεις είναι τόσο μεγάλη, που οποιαδήποτε σύγκριση είναι αδύνατη

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.