λαγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαγός | οι | λαγοί |
| γενική | του | λαγού | των | λαγών |
| αιτιατική | τον | λαγό | τους | λαγούς |
| κλητική | λαγέ | λαγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

λαγός που τρέχει
Ετυμολογία
- λαγός < αρχαία ελληνική λαγώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₁g- (δειλός, αδύναμος). Συγγενές με τα (λατινικά) laxus, (σανσκριτικά) लङ्ग (laṅga, αδύνατος), (πρωτογερμανική) *lakana-
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γός
- ομόηχο: Λαγός
- τονικό παρώνυμο: Λάγος
Ουσιαστικό
λαγός ουδέτερο
Εκφράσεις
- γίνομαι λαγός: εξαφανίζομαι πολύ γρήγορα
- βγάζω λαγό: έχω μια επιτυχία, βρίσκω μια σημαντική ευκαιρία, κάνω μια σημαντική ανακάλυψη
Παροιμίες
- άλλα είναι τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας : η διαφορά ανάμεσα σε δύο πρόσωπα / πράγματα / καταστάσεις είναι τόσο μεγάλη, που οποιαδήποτε σύγκριση είναι αδύνατη
Σύνθετα
- λαγοκοιμάμαι
- λαγοπόδαρο
- λαγοπόδαρος
- λαγοτόμαρο
-
λαγός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λαγός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.