λαγώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λᾰγω-
ονομαστική λαγώς οἱ λαγ
      γενική τοῦ λαγώ τῶν λαγών
      δοτική τῷ λαγ τοῖς λαγῴς
    αιτιατική τὸν λαγών
& λαγώ
τοὺς λαγώς
     κλητική ! λαγώς λαγ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαγώ
γεν-δοτ τοῖν  λαγῴν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'νεώς' όπως «νεώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαγώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₁g- (δειλός, αδύναμος). Συγγενές με τα (λατινικά) laxus, (σανσκριτικά) लङ्ग (laṅga, αδύνατος), (πρωτογερμανική) *lakana-

Ουσιαστικό

λαγώς αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) λαγός
  2. (πτηνό) είδος πτηνού (μνημονεύεται μαζί με χελιδόνια)
  3. (ιχθυολογία) είδος ψαριού (lepus marinus)
  4. (αστερισμός) ονομασία αστερισμού
  5. είδος επιδέσμου

Συγγενικά

  • λάγινος
  • λαγίον
  • λαγοδαίτης
  • λαγοθήρας
  • λαγοθηρέω/λαγοθηρῶ
  • λαγοκτονέω/λαγοκτονῶ
  • λαγωβόλον
  • λαγωδάριον
  • λαγῴδιον
  • λαγωοβόλος
  • λαγῷος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.