Hase

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Hase die Hasen
γενική des Hasen der Hasen
δοτική dem Hasen den Hasen
αιτιατική den Hasen die Hasen

Ετυμολογία

Hase < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική hase < παλαιά άνω γερμανική haso

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈhaːzə/
 

Ουσιαστικό

Hase (de) αρσενικό (θηλυκό : Häsin)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο λαγός
    Manche Hasen können höher als einen Meter springen.
    Κάποιοι λαγοί μπορούν να πηδήξουν πάνω από ένα μέτρο.
  2. το κουνέλι
     συνώνυμα: Kaninchen
  3. (προσφώνηση) χαϊδευτική προσφώνηση που δείχνει τρυφερότητα
     συνώνυμα: Liebling, Schatz

Υποκοριστικά

  • Häschen

Σύνθετα

  • Angsthase
  • Dachhase
  • Feldhase
  • Hasenfuß
  • Hasenpfote
  • Osterhase
  • Schneehase

Εκφράσεις

  • alter Hase - παλιά καραβάνα, μάστορας (άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία πάνω σε κάτι)
    Er ist ein alter Hase im Schwimmen. - Είναι παλιά καραβάνα στην κολύμβηση.

Κύριο όνομα

Hase (de)

  1. (αστερισμός) Λαγωός
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Πηγές

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Hase < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Hase αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Σουηδικά (sv)

Ετυμολογία

Hase < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Hase αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.