κόσκινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόσκινο | τα | κόσκινα |
| γενική | του | κόσκινου | των | κόσκινων |
| αιτιατική | το | κόσκινο | τα | κόσκινα |
| κλητική | κόσκινο | κόσκινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόσκινο < αρχαία ελληνική κόσκινον
Ουσιαστικό
κόσκινο ουδέτερο
Συγγενικά
- ακοσκίνιστα
- ακοσκίνιστος
- αλευροκόσκινο
- αποκοσκινίδι
- αποκοσκινίζω
- κοσκινάς
- κοσκινίδι
- κοσκινίζω
- κοσκίνισμα
- κοσκινισμένος
- κοσκινού
- ψιλοκοσκινίζω
- ψιλοκοσκίνισμα
Μεταφράσεις
κόσκινο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.