κοσκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοσκινίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοσκινίζω < αρχαία ελληνική κόσκινον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.sciˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σκι‐νί‐ζω
Ρήμα
κοσκινίζω (παθητική φωνή: κοσκινίζομαι)
- αφαιρώ χρησιμοποιώντας κόσκινο ξένα ή ανεπιθύμητα σώματα από ένα ομοιογενές υλικό
- (μεταφορικά) εξετάζω λεπτομερώς μια κατάσταση ενδεχομένως χρονοτριβώντας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόσκινο
Παροιμίες
- Όποιος δε θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει: κάποιος καθυστερεί να πράξει κάτι ή είναι απρόθυμος και το αναβάλλει, προφασιζόμενος υπαρκτές ή / και ανύπαρκτες δυσκολίες
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοσκινίζω | κοσκίνιζα | θα κοσκινίζω | να κοσκινίζω | κοσκινίζοντας | |
| β' ενικ. | κοσκινίζεις | κοσκίνιζες | θα κοσκινίζεις | να κοσκινίζεις | κοσκίνιζε | |
| γ' ενικ. | κοσκινίζει | κοσκίνιζε | θα κοσκινίζει | να κοσκινίζει | ||
| α' πληθ. | κοσκινίζουμε | κοσκινίζαμε | θα κοσκινίζουμε | να κοσκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | κοσκινίζετε | κοσκινίζατε | θα κοσκινίζετε | να κοσκινίζετε | κοσκινίζετε | |
| γ' πληθ. | κοσκινίζουν(ε) | κοσκίνιζαν κοσκινίζαν(ε) |
θα κοσκινίζουν(ε) | να κοσκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοσκίνισα | θα κοσκινίσω | να κοσκινίσω | κοσκινίσει | ||
| β' ενικ. | κοσκίνισες | θα κοσκινίσεις | να κοσκινίσεις | κοσκίνισε | ||
| γ' ενικ. | κοσκίνισε | θα κοσκινίσει | να κοσκινίσει | |||
| α' πληθ. | κοσκινίσαμε | θα κοσκινίσουμε | να κοσκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | κοσκινίσατε | θα κοσκινίσετε | να κοσκινίσετε | κοσκινίστε | ||
| γ' πληθ. | κοσκίνισαν κοσκινίσαν(ε) |
θα κοσκινίσουν(ε) | να κοσκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοσκινίσει | είχα κοσκινίσει | θα έχω κοσκινίσει | να έχω κοσκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοσκινίσει | είχες κοσκινίσει | θα έχεις κοσκινίσει | να έχεις κοσκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοσκινίσει | είχε κοσκινίσει | θα έχει κοσκινίσει | να έχει κοσκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοσκινίσει | είχαμε κοσκινίσει | θα έχουμε κοσκινίσει | να έχουμε κοσκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοσκινίσει | είχατε κοσκινίσει | θα έχετε κοσκινίσει | να έχετε κοσκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοσκινίσει | είχαν κοσκινίσει | θα έχουν κοσκινίσει | να έχουν κοσκινίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.