κοσκινισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσκινισμένος η κοσκινισμένη το κοσκινισμένο
      γενική του κοσκινισμένου της κοσκινισμένης του κοσκινισμένου
    αιτιατική τον κοσκινισμένο την κοσκινισμένη το κοσκινισμένο
     κλητική κοσκινισμένε κοσκινισμένη κοσκινισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσκινισμένοι οι κοσκινισμένες τα κοσκινισμένα
      γενική των κοσκινισμένων των κοσκινισμένων των κοσκινισμένων
    αιτιατική τους κοσκινισμένους τις κοσκινισμένες τα κοσκινισμένα
     κλητική κοσκινισμένοι κοσκινισμένες κοσκινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοσκινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοσκινίζω

Μετοχή

κοσκινισμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει περάσει από κόσκινο
  2. (μεταφορικά) που έχει υποστεί λεπτομερή έλεγχο ή εξέταση

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.