κοσκινισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσκινισμένος | η | κοσκινισμένη | το | κοσκινισμένο |
| γενική | του | κοσκινισμένου | της | κοσκινισμένης | του | κοσκινισμένου |
| αιτιατική | τον | κοσκινισμένο | την | κοσκινισμένη | το | κοσκινισμένο |
| κλητική | κοσκινισμένε | κοσκινισμένη | κοσκινισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσκινισμένοι | οι | κοσκινισμένες | τα | κοσκινισμένα |
| γενική | των | κοσκινισμένων | των | κοσκινισμένων | των | κοσκινισμένων |
| αιτιατική | τους | κοσκινισμένους | τις | κοσκινισμένες | τα | κοσκινισμένα |
| κλητική | κοσκινισμένοι | κοσκινισμένες | κοσκινισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσκινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοσκινίζω
Μετοχή
κοσκινισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει περάσει από κόσκινο
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί λεπτομερή έλεγχο ή εξέταση
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κοσκινισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.