κοσκινάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοσκινάς | οι | κοσκινάδες |
| γενική | του | κοσκινά | των | κοσκινάδων |
| αιτιατική | τον | κοσκινά | τους | κοσκινάδες |
| κλητική | κοσκινά | κοσκινάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσκινάς < μεσαιωνική ελληνική κοσκινάς < κόσκινον < αρχαία ελληνική κόσκινον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.sciˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σκι‐νάς
Ουσιαστικό
κοσκινάς αρσενικό (θηλυκό κοσκινού)
Συγγενικά
- Κοσκινάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
κοσκινάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.