ψιλοκοσκίνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψιλοκοσκίνισμα | τα | ψιλοκοσκινίσματα |
| γενική | του | ψιλοκοσκινίσματος | των | ψιλοκοσκινισμάτων |
| αιτιατική | το | ψιλοκοσκίνισμα | τα | ψιλοκοσκινίσματα |
| κλητική | ψιλοκοσκίνισμα | ψιλοκοσκινίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψιλοκοσκίνισμα < ψιλοκοσκινίζω
Ουσιαστικό
ψιλοκοσκίνισμα ουδέτερο
- κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο
- (μεταφορικά) λεπτολογία, ψιλολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ψιλοκοσκίνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.