ψιλοκοσκίνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιλοκοσκίνισμα τα ψιλοκοσκινίσματα
      γενική του ψιλοκοσκινίσματος των ψιλοκοσκινισμάτων
    αιτιατική το ψιλοκοσκίνισμα τα ψιλοκοσκινίσματα
     κλητική ψιλοκοσκίνισμα ψιλοκοσκινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιλοκοσκίνισμα < ψιλοκοσκινίζω

Ουσιαστικό

ψιλοκοσκίνισμα ουδέτερο

  1. κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο
  2. (μεταφορικά) λεπτολογία, ψιλολογία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.