σήτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήτα οι σήτες
      γενική της σήτας των σητών
    αιτιατική τη σήτα τις σήτες
     κλητική σήτα σήτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σήτα < συγγενές:[1] αρχαία ελληνική σήθω (κοσκινίζω)
  • Πιθανολογείται επίσης: < σλαβικής προέλευσης sito (κόσκινο) < πρωτοσλαβική *sito (κόσκινο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁i-tó(d). Στην περίπτωση αυτή θα γραφόταν με -ι-: *σίτα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

σήτα θηλυκό

  1. η κατασκευή με λεπτό πλέγμα, που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα (αλευριού, χώματος κ.ά.)
     συνώνυμα: κόσκινο, κρησάρα, (ηθμός, σουρωτήρι)
  2. η κατασκευή με λεπτό πλέγμα, που τοποθετείται σε πόρτες και παράθυρα και χρησιμοποιείται για την προστασία ενός χώρου από έντομα ή διάφορα ζώα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.