κοσκινού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσκινού | οι | κοσκινούδες |
| γενική | της | κοσκινούς | των | κοσκινούδων |
| αιτιατική | την | κοσκινού | τις | κοσκινούδες |
| κλητική | κοσκινού | κοσκινούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κοσκινού θηλυκό
Παροιμίες
- κι η κοσκινού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες: για κάποιον που θέλει να θεωρεί τον εαυτό του ίσο με άλλους που θεωρούνται ανώτεροι
Μεταφράσεις
κοσκινού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.