ψιλοκοσκινίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψιλοκοσκινίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψιλοκοσκινίζω

  1. περνάω ένα υλικό από ψιλό κόσκινο
  2. (μεταφορικά) επιμένω πολύ(ίσως υπερβολικά) στην εξέταση μικρών λεπτομερειών

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.