ψιλοκοσκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψιλοκοσκινίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ψιλοκοσκινίζω
- περνάω ένα υλικό από ψιλό κόσκινο
- (μεταφορικά) επιμένω πολύ(ίσως υπερβολικά) στην εξέταση μικρών λεπτομερειών
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψιλοκοσκινίζω | ψιλοκοσκίνιζα | θα ψιλοκοσκινίζω | να ψιλοκοσκινίζω | ψιλοκοσκινίζοντας | |
| β' ενικ. | ψιλοκοσκινίζεις | ψιλοκοσκίνιζες | θα ψιλοκοσκινίζεις | να ψιλοκοσκινίζεις | ψιλοκοσκίνιζε | |
| γ' ενικ. | ψιλοκοσκινίζει | ψιλοκοσκίνιζε | θα ψιλοκοσκινίζει | να ψιλοκοσκινίζει | ||
| α' πληθ. | ψιλοκοσκινίζουμε | ψιλοκοσκινίζαμε | θα ψιλοκοσκινίζουμε | να ψιλοκοσκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | ψιλοκοσκινίζετε | ψιλοκοσκινίζατε | θα ψιλοκοσκινίζετε | να ψιλοκοσκινίζετε | ψιλοκοσκινίζετε | |
| γ' πληθ. | ψιλοκοσκινίζουν(ε) | ψιλοκοσκίνιζαν ψιλοκοσκινίζαν(ε) |
θα ψιλοκοσκινίζουν(ε) | να ψιλοκοσκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψιλοκοσκίνισα | θα ψιλοκοσκινίσω | να ψιλοκοσκινίσω | ψιλοκοσκινίσει | ||
| β' ενικ. | ψιλοκοσκίνισες | θα ψιλοκοσκινίσεις | να ψιλοκοσκινίσεις | ψιλοκοσκίνισε | ||
| γ' ενικ. | ψιλοκοσκίνισε | θα ψιλοκοσκινίσει | να ψιλοκοσκινίσει | |||
| α' πληθ. | ψιλοκοσκινίσαμε | θα ψιλοκοσκινίσουμε | να ψιλοκοσκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | ψιλοκοσκινίσατε | θα ψιλοκοσκινίσετε | να ψιλοκοσκινίσετε | ψιλοκοσκινίστε | ||
| γ' πληθ. | ψιλοκοσκίνισαν ψιλοκοσκινίσαν(ε) |
θα ψιλοκοσκινίσουν(ε) | να ψιλοκοσκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψιλοκοσκινίσει | είχα ψιλοκοσκινίσει | θα έχω ψιλοκοσκινίσει | να έχω ψιλοκοσκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψιλοκοσκινίσει | είχες ψιλοκοσκινίσει | θα έχεις ψιλοκοσκινίσει | να έχεις ψιλοκοσκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψιλοκοσκινίσει | είχε ψιλοκοσκινίσει | θα έχει ψιλοκοσκινίσει | να έχει ψιλοκοσκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψιλοκοσκινίσει | είχαμε ψιλοκοσκινίσει | θα έχουμε ψιλοκοσκινίσει | να έχουμε ψιλοκοσκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψιλοκοσκινίσει | είχατε ψιλοκοσκινίσει | θα έχετε ψιλοκοσκινίσει | να έχετε ψιλοκοσκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψιλοκοσκινίσει | είχαν ψιλοκοσκινίσει | θα έχουν ψιλοκοσκινίσει | να έχουν ψιλοκοσκινίσει |
| |
Μεταφράσεις
ψιλοκοσκινίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.